Ο μικρός Τσογλάνης στο γάμο.
Τον προηγούμενο μήνα η μαμά βρήκε μία πρόσκληση:
«Ο Γιάννης και η Μαρία σας προσκαλούν στον γάμο τους που θα τελεστεί στις 3 Σεπτεμβρίου 2007 στις 7 το απόγεμα στην εκκλησία του Αγίου Πουτσανήμερα (δεν είμαι σίγουρος ακόμα για το όνομα, θα ζητήσω από την μαμά να μου ξαναδείξει την πρόσκληση) ενώ θα ακολουθήσει δεξίωση στο κλαμπ «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ»
Υ.Γ. Το κουστούμι και η τουαλέτα δεν είναι απαραίτητα. Τα δώρα γάμου, είναι!»
Ο κόσμος είχε φορέσει τα καλά τους αλλά η μαμά δεν με άφησε να φορέσω την μπλούζα «FUCK EVERYBODY» έτσι έπρεπε να αρκεστώ σε ένα μονότονο άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Και επειδή ξέρω πόσο εύκολα σου πιάσουν την κουβέντα όλοι αυτοί οι συγγενείς που μοιάζανε να έχουνε βγει από μπανιέρα φορμόλης, σκέφτηκα να μην κρατάω το βλέμμα μου πάνω τους παραπάνω από δευτερόλεπτο. Απλώς ρουφούσα την κοκακόλα και έκανα τις μπουρμπουλήθρες μου.
«Πέτα την κόκακόλα σου», είπε η μαμά.
«Σβήσε το τσιγάρο σου», της απάντησα.
«Πέτα την κοκακόλα σου, ΤΩΡΑ!»
Ούτε εγώ πέταξα την κοκακόλα πάντως ούτε η μαμά το έσβησε το τσιγάρο. Γιατί με το που έσκασε το ζεύγος, άρχισε από ένα φοβερό χειροκρότημα.
«Τους χειροκροτούνε για το πώς κατάφεραν να παντρευτούνε δύο άνθρωποι που δεν έχουνε τίποτα κοινό μεταξύ τους;» ρώτησα τον μπαμπά μου που μου έριξε το πρώτο σκαμπίλι της ιστορίας.
«Σκάσε κωλόπαιδο! χειροκροτούνε γιατί είναι ευχαριστημένοι!»
«Εσύ με την μαμά, είστε;»
«Χειροκρότα αν δεν θες να φας και άλλο σκαμπίλι!»
Μέσα στην εκκλησία, έκανε τόσο μεγάλη ζέστη που κανείς δεν μπήκε παρά μόνο για λίγα λεπτά ίσα να δηλώσει την παρουσία του. Το ζευγάρι είχε και αυτό σκάσει από την ζέστα εκεί μέσα , αλλά ο τραγόπαπας παρόλο που το κούτελο του ήταν κατακόκκινο, καταϊδρωμένο και με αραιή τριχοφυΐα, αρνιόταν να τελέσει έξω στον κηπάκο το “μυστήριο” όπως το λένε αυτοί που ξέρουν. Μυστήριος πραγματικά.
Μετά άρχισε να μουρμουράει όπως η σφήκα γύρω απ΄ το κρέας ένα μπερδεμένο επαναλαμβανόμενο μουρμουρητό με δούλους, που μόνο αυτός καταλάβαινε, ξανά και ξανά και ξανά. Τόσες φορές πια, που νόμιζα πώς είχε «κρεμάσει» το σύστημα του!
Όταν «ξεκρέμασε» τελικά, άρχισε να ζητάει παράφωνα και τραγουδιστά σε κάποιον Ησαΐα να χορέψει. Αλλά μίας και δεν υπήρχε κανείς Ησαΐας, οι μόνοι που βρέθηκαν να χοροπηδάν σαν συγκαμένοι χιμπατζήδες ήταν ο γαμπρός και η νύφη. Εγώ στο μεταξύ, κρατούσα το τέμπο με τις μπουρμπουλήθρες, ο παπάς σκότωνε κάποιον ύμνο και οι υπόλοιποι της συμμορίας του με τα εμπρηστικά κεριά στα χέρια , μοιάζανε να έχουνε πάρει σοβαρά το τσίρκο γύρω τους.
Οι θεατές φαίνεται είχαν απογοητευτεί τόσο πολύ από το χορευτικό τους νούμερο που βγαίνοντας από την εκκλησία, τους αποδοκιμάζανε πετώντας τους ότι έβρισκαν μπροστά τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ρύζι.
Και εγώ που είχα τελειώσει πια την κοκακόλα μου την πέταξα, κράτησα όμως το καλαμάκι που με αυτό σαν φυσοκάλαμο πετούσα κόκκους ρυζιού μία στο μάτι του γαμπρού και μία στο ντεκολτέ της νύφης. Πολύ πλάκα!
«Θα σοβαρευτείς καμία φορά ή…….» σήκωσε το χέρι του ο μπαμπάς για φάσκελο. Κόκκοι ρυζιού είχαν μείνει κολλημένοι από ιδρώτα πάνω στην μούντζα του. Αλλά ευτυχώς δεν τους έφαγα.
«Πάμε», είπε.
«Πού;» ,του απάντησα.
«Στην δεξίωση. Και κοίτα να είσαι φρόνιμος!»
...
Και εδώ τελειώνει κυρία η έκθεση μου, γιατί το κουδούνι χτύπησε και πρέπει να δείρω τον πισινό μου γιατί τόση ώρα μου ψιθυρίζει και με λέει μουνί. Αν θέλετε πάντως να μάθετε τι έγινε μετά στην δεξίωση την επόμενη φορά βάλτε μας ελεύθερο θέμα έκθεσης και αφήστε τις βλακείες θέματα, στυλ «Ο γάμος είναι μία σημαντική στιγμή στην ζωή δύο ανθρώπων γιατί τους φέρνει αντιμέτωπους με ένα από τα ποιο ωραία μυστήρια του Θεού, γράψτε την άποψη σας »!