"Ρώτησα τον κύριο Βαν ποια μαθήματα πρέπει να πάρω για να γίνω συγγραφέας κωμικών επεισοδίων για την τηλεόραση. Ο κύριος Βαν είπε οτι δεν χρειάζεται κανένα προσόν, αρκεί να' σαι διανοητικά καθηστερημένος."
Σου Ταουνσεντ : Το κρυφό ημερολόγιο του Αντριαν Μολ



Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι περιπετειες του μικρου Τσογλανη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι περιπετειες του μικρου Τσογλανη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19.11.10

Πρίν λίγες ημέρες είχαμε την επέτειο του Πολυτεχνίου. Ποίες είναι οι εντυπώσεις σας;

(Μια μαθητική έκθεση από τον Μικρό Τσογλάνη)

Καταρχήν, κυρία Κροκάλα, εγώ δεν μπορώ να σας μιλήσω για την επέτειο του κύριου Πολυτεχνείου γιατί τότε δεν ζούσα. Όμως ο πατέρας μου ζούσε και δεν θυμάται να έπεσε καμία σφαίρα όπως μου είπε, άρα για μην θυμάται πάει να πει ότι δεν έπεσε και μου λέει την αλήθεια. Το ίδιο άκουσα και από αυτόν τον συμπαθητικό παππούλη στην τηλεόραση του ΤηλεΑστη που μοιάζει λίγο με τον Σκρούτζ των Χριστουγέννων άλλα χωρίς μαλλιά. Νομίζω οτι ονομάζεται Παττατάκος ή Παττατράκας και πρέπει να είναι ένας πολύ καλός κύριος γιατί όταν μιλάει έχει πάντα από πίσω του το εικόνισμα της Παναγίας. Αυτός λέει λοιπόν πως ποτέ δεν έγινε αυτό το Πολυτεχνείο. Και τον πιστεύω γιατί αυτός που είναι τόσο μεγάλος και είχε γίνει, δεν μπορεί, θα το θυμόταν! Επίσης λέει οτί εφόσον δεν έγινε, δεν υπήρχαν και θύματα. Λογικό.
Από ότι κατάλαβα βέβαια από τον σοφό αυτό πατταπούλη, το Πολυτεχνείο ήταν απλώς καμία δεκαριά άπλυτοι μαλλίαδες κομμουνιστές που δεν είχαν τι να κάνουν και είχανε βρεθεί εκεί και φωνάζανε έξω από τα κάγκελα Ψωμί Παιδεία Ελευθερία, ή Δωρεάν Χρόνο Ομιλίας (δεν θυμάμαι, κυρία Κροκάλα, γιατί πέσανε διαφημίσεις ενδιάμεσα). Όπως και να έχει, ο μπαμπάς μου συμφωνεί με τον άτριχο γέρο οτί σήμερα έχει γίνει μία πλύση εγκεκάλου από τους Κομμουνιστές και την Στρίψε Αριστερά ότι ταχα μου έγινε φασαρία, πέσανε σφαίρες και βγήκαν τα τάκζ γιατί είναι πολύ ζηλιάρηδες και θέλανε και αυτοί να έχουν μία επέτειο για να την θυμούνται και να λένε στα παιδιά τους πώς ήταν εκεί.

Ο μπαμπάς μου, μου λέει επίσης οτί ήταν καλύτερα τότε τα πράγματα με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παττακόπουλο γιατί δεν φοβόσουν να κοιμηθείς το βράδυ με ανοιχτό παράθυρο εκτός αν ήσουν κομμουνιστής ή άκουγες Θωδωράκη. Ο κύριος Θώδωρος (Μικυμάους στο επίθετο) ήταν αυτός που αυτοί που τον κυνηγούσαν τότε, σήμερα του λένε μπράβο και αυτοί που τότε του τότε του λέγαν μπράβο, σήμερα θέλουν να τον κυνηγήσουν. Αυτό ο μπαμπάς μου δεν μπορεί να μου το εξηγήσει ακριβώς, ή μάλλον δεν θυμάται ποτέ κάποιον αντιτριφασικό με αυτό το όνομα. Αλλά μάλλον και αυτός ο Μικυμάους θύμα της προπαγάνδας των κομουνιστών θα είναι. Όπως και τα λεγόμενα βασανιστήρια. Γιατί αν όντως βασάνιζαν και σκοτώνανε τους κομουνιστές γιατί σήμερα έχει γεμίσει ξανά ο κόσμος από δαύτους, ρωτάει ο μπαμπάς μου.

Άλλο ένα πολύ χοντρό ψέμα έμαθα οτί είναι και αυτό με το λεγόμενο ταγκζ και την πύλη του Πολυτεχνείου. Καταρχήν ντάκς δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στο δρόμο γιατί πρώτον είναι δυσκίνητο και εμποδίζει την κυκλοφορία, δεύτερον δεν έχει πινακίδες άρα θα το σταμάταγε ο τροχαίος και τρίτον το σπουδαιότερο, άντε να το παρκάρεις. Αν υπήρχε αυτό το ταξζ που έσπασε την θύρα του Πολυτεχνείου, δεν θα το είχανε βάλει σήμερα σε κάποιο μουσείο; Που είναι λοιπόν;

Αυτές είναι, κυρία Κροκάλα οι εντυπώσεις που πήρα από τον μπαμπά μου όταν τον ρώτησα για το Πολυτεχνείο, ένα πραγματικό ήρωα και πατριώτη που παρόλο που ζει στου Παπάγου δεν κουράζεται να πάρει το αμάξι του για να βρεθεί σε μία οργάνωση "Αγανακτισμένων Κατοίκων του Αγ. Παντελεήμονα" και να ρίξει αυγά στους ψευτοδιανούμενους της Αριστεράς. Και πραγματικά χαίρομαι που έζησε όλα αυτά τα πράγματα από κοντά για να μπορώ εγώ σήμερα ένα μικρό παιδί να γνωρίζω την αλήθεια.

Η φωτογραφία είναι από την ταινία "Τραγούδια Από Τον Δεύτερο Όροφο", του Roy Andersson

23.11.09

Ο Μικρός Τσογλάνης και το 2012

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εγώ περιμένω πώς και πώς αυτό το 2012! Φανταστείτε χαμός που έχει να γίνει στην Ελλάδα! Όχι ότι τώρα είναι καλύτερα βέβαια. Δεν χρειαζόμαστε την ξενόφερτη καταστροφή που θα μας φέρουν αυτοί οι πεθαμένοι βρομώ-Ινκας. Ως λαός μπορούμε να στηριχτούμε στο δικό μας χάος. Δεν έχετε πάρα να θυμηθείτε μια σας βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και να συγκρίνετε.


Θα έχει όμως γέλιο! Καταρχήν θα γκρεμιστούν τα σχολεία. Δεν μπορώ να μην γελάσω στην ιδέα πώς ο κύριος Κοψωκώλης, ο διευθυντής μας εκεί που στην προσευχή θα μας κάνει κήρυγμα για την εκ Θεού Τιμωρία, θα του πέσει το υπόστεγο στο κεφάλι και θα τον αφήσει ξερό! Καλύτερα δηλαδή το τέλος του κόσμου να πέσει καθημερινή ώστε να μην χάσω και εγώ τέτοιο θέαμα.

Μετά, μία τεραααααααααααααααααααααααααααάστια παλίρροια πιο μεγάλη από τσουνάμι, πουτσάμι κανονικό δηλαδή, θα σηκωθεί από τον Πειραιά με όλα τα πλοία ή ότι άλλο κάνει απεργία εκεί πέρα, και μπράφ! θα πέσει πάνω στην Βουλή! Ε, ρε μπουγέλο που έχουν να φάνε όλοι εκεί μέσα! Ο ένας θα κατηγορεί τον άλλον ότι τα έκανε μούσκεμα! Οι τσολιάδες απ' έξω θα μετατρέψουν σε βάρκες τα κουβούκλια τους και θα προσπαθούν να την κοπανήσουν βάζοντας τις καραμπίνες τους για κουπιά. Όλοι θα παίξουνε τον Τιτανικό. Ο τότε πρωθυπουργός ως καπετάνιος θα πρέπει να μείνει με τον Πρόεδρο της Βουλής στο πόστο τους μέχρι να κατεδαφιστεί η Βουλή, ή αντιπολίτευση θα κλέβει βάρκες για να σωθεί, το Σύριζα θα βγάλει τα όργανα και θα αρχίσει να παίζει και ο Καρατζαφέρης μαζί με την Παπαρήγα σκαρφαλωμένοι πάνω στην σημαία, θα παίζουν τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και την Κέιτ Γουίνσλετ:
"I'm the king of the word! Whohoooooo!"

Στους δρόμους, τα αυτοκίνητα θα συνεχίσουν να κορνάρουν σταματημένα στην φοβερή κίνηση που θα έχει δημιουργηθεί και αφού κανείς οδηγός δεν θα σκεφτεί να εγκαταλείψει το αυτοκίνητο που ακόμα πληρώνει με δόσεις - εξάλλου τι το πήρε το αμάξι άμα είναι να συνεχίσει να πηγαίνει με τα πόδια, τα ΜΑΤ θα έχουνε βγει περιπολία για να προστατέψουν τις τράπεζες και τα Ζάρα που θα γκρεμίζονται από τους σεισμούς. Σε όλο αυτό το χαμό, Πακιστανοί θα περιμένουν τον κόσμο σε κάθε στάση του Μετρό πουλώντας κράνη, φακούς και σφυρίχτρες ενώ για να επιστρέψουμε στα ΜΑΤ επειδή αυτή τη φορά μπαχαλάκηδες ονομάζονται Τέλος Του Κόσμου, μην ξέροντας πού θα ρίξουν τα δακρυγόνα και τις κρότου λάμψης θα τις ρίχνουν παντού. Στους παππούδες, στα φρικία, στους αλβανούς, στους κυριλέδες, όπως δηλαδή και πριν μέχρι να δημιουργηθεί ένα μεγάλο ρήγμα απο κάτω κα να τους πάει όλους μαζί στη κόλαση! .

Χιλιάδες θα είναι και οι γιαγιάδες που θα κάνουν ουρές στην εκκλησία της γειτονίας τους να προσευχηθούν μήπως τους βοηθήσει ο Άγιος στον οποίο έχουνε το τάμα. Θα ακολουθήσουν μερικά μαλιοτραβήγατα , μερικές μπαστουνιές μερικές εκσφενδονισμένες τσάντες και Πί και στριγλίες όπως "δεν είναι ο δικός σας άγιος αυτός, να πάτε αλλού", ή "εγώ του έχω κάνει τάμα από το 1980", μέχρι οι παπάδες να βρούνε τελικά την λύση: Μηχάνημα για σειρά προτεραιότητας.

Οι μόνοι ευχαριστημένοι θα είναι ο Λιακόπουλος με τον Χαρδαβέλα οι οποίοι θα βγαίνουν στην τηλεόραση με ύφος "σας τα λεγα εγωωωώ". Ο ένας να μας κάνει κωλοδάχτυλο και ο άλλος σεξουαλικές κινήσεις με τον γοφό του. Και ενώ μέσω της εκπομπής του Λιακόπουλου θα μάθουμε πώς επιβίωσε ο γέροντας Παστίτσιος μετά το Τελος Του Κόσμου πουλώντας μας το πακέτο βιβλιών The Big Survival Books by Gerontas Pastitsios, ο Χαρδαβέλας θα προσπαθεί να ξανακαλέσει τον Ούρι Γκελερ μήπως ρίξει μια επίμονη ματιά στο Τελος Του Κόσμου και εκείνο φοβηθεί και σταματήσει. Ο Ούρι όμως, οπως είναι φυσικό όμως θα το έχει σκάσει μαζί με τον Έλβις, τον Μόρισσον, τον Χριστό και την Μπίλιω Τσουκαλά για τον πλανήτη Ναχλαβαδορζτν μέσα σε ένα ούφο μιά βδομάδα ποιο πριν, οπότε δεν υπάρχει καμία σωτηρία.

Και επειδή το Τέλος Του Κόσμου πρέπει να τελειώσει κάποια στιγμή (διαφορετικά δεν θα είναι τέλος) θα σταματήσει λίγο πριν το απόγευμα. Έπειτα θα πάρω το φτυάρι και θα σας θάψω όλους. ...Εκτός από τον Τον Γιαννη τον Κατσιγιαννάκη που μου ξεφούσκωσε το λάστιχο του ποδηλάτου μου. ...Να μάθει!

16.6.08

Το όνειρο του Μικρού Τσογλάνη

«Άντε, τεμπέλη! Σήκω! Σήμερα είναι του Άγιου Πνεύματος», είπε η μαμά μου που σήμερα ήταν ποιο αδύνατη από χτες. Ίσως και τα μαλλιά της να είχανε διαφορετικό χρώμα. Το ίδιο λεπτό, μια έκρηξη που προκλήθηκε στο εργοστάσιο σοκολατοβιομηχανίας από τρομοκράτες αντιστασιακούς κατά της σοκολάτας , εκσφενδόνισε ένα δίσκο σερβιρίσματος με μπισκότα και γάλα κακάο που προσγειώθηκε στο κρεβάτι μου από το παράθυρο
«Μα, σήμερα είναι αργία, μαμά» είπα βουτώντας τα μπισκότα στην σοκολάτα. «Δεν χρειάζεται να πάω στο σχολείο.»
«Δεν χρειάζεται να πάς σχολείο, όχι γιατί είναι αργία, αλλά γιατί το μυαλό και το πνεύμα σου πρέπει να παραδοθεί και να εξεταστεί από την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών. Καταλαβαίνεις πως δεν μπορεί να είναι απασχολημένο σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Εγώ και ο μπαμπάς σου τα παραδώσαμε ήδη από πολύ πρωί και θα κάτσουμε σπίτι να περιμένουμε μέχρι να μας τα επιστρέψουν. Σήκω λοιπόν. Στο τραπέζι της κουζίνας έχω ήδη έτοιμο το κλουβί που θα το μεταφέρεις.»

Η μαμά μου, πήρε μαζί της τον δίσκο με τα μπισκότα για να το παραδώσει στις Αρχές επειδή μπορεί να είχε πάνω του δακτυλικά αποτυπώματα από τους τρομοκράτες και εγώ σηκώθηκα απρόθυμα από το κρεβάτι μου. Βλέπετε, αν δεν το παραδώσω σήμερα στην Ιερά Μητρόπολη, ο Θεός θα θυμώσει μαζί μου και το καλοκαίρι θα τελειώσει τόσο σύντομα που δεν θα μπορέσω να κάνω τα μπάνια μου. Φοβερό τι μπορείς να πάθεις στα καλά καθούμενα.

Στην κουζίνα βρήκα τον μπαμπά μου να διαβάζει την Εσπρέσσο και δεν του βρήκα μεγάλη διαφορά από τις άλλες φορές που είχε το μυαλό του μέσα στο κεφάλι. Στο τραπέζι πάνω ήτανε ακουμπισμένο το κλουβί από κοτετσόσυρμα. Μέσα του, η μαμά είχε βάλει ήδη λίγο μπαμπάκι και εφημερίδες. Έβαλα το δάχτυλο στο αυτί μου, και πάτησα το διακοπτάκι που ξεκλείδωνε το κεφάλι μου. Εκείνο άνοιξε σαν μπαουλάκι φανερώνοντας το μυαλό μου. Το σήκωσα με τα δύο μου χέρια να το μεταφέρω, αλλά γλιστρούσε διαολεμένα.
«Πρόσεχε!», μου φώναξε ο μπαμπάς μου. «Μην σου πέσει κακομοίρη μου και χυθούν όλα από κει μέσα. Τόσα χρόνια προσπαθούμε να σου βάλουμε εκεί ότι ξέρεις!»
Κουνιόταν και σάλευε σαν ψάρι Παρόλα αυτά, .κατάφερα να κλείσω καλά μέσα στο κλουβί. Εκείνη τη στιγμή η μαμά, μπαίνει στην κουζίνα μαζί με έναν αστυνομικό που έμοιαζε στον Λαζόπουλο, ο οποίος ήρθε να εξετάσει τον δίσκο με τα μπισκότα.
«Μην κάνείς λάθος» μου είπε. «Δεν θα το πας εσύ μέχρι την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών. Θα το παραδώσεις στην εκκλησία στην οποία είσαι εγγεγραμμένος και αυτοί μετά θα το μεταφέρουν εκεί πού πρέπει. Θυμάσαι να πας
«Θυμάμαι.»

Επειδή η εκκλησία ήτανε ακριβώς πίσω από το σπίτι μας πήγα τελικά με τα πόδια. Έκανε όμως τόση ζέστη που για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως το μυαλό μου ξεραθεί , ή λιώσει όπως οι τσούχτρες. Ίσως θα έπρεπε να βάλω μέσα μερικά παγάκια να το διατηρήσουν , αλλά δυστυχώς δεν είχα πια το μυαλό μου μέσα στο κεφάλι ώστε να το σκεφτώ. Βρήκα πολύ κόσμο συγκεντρωμένο εκεί που παρέδιδε τα μυαλά του σε διάφορους μουτρωμένους παπάδες που ψέλνανε και τα στοιβάζανε άρον άρον όπως τις βαλίτσες στα αεροπλάνα κάτω από μια Εικόνα περιτριγυρισμένη από κεριά , χρυσαφικά και καντήλια, που απεικόνιζε ένα εγκέφαλο με χρυσό φωτοστέφανο. Αυτό ήταν και το Άγιο Πνεύμα.

Συνάντησα και την Ελένη που κρατούσε και αυτή ένα ροζ καλαθάκι με το μυαλό της, το οποίο σε αντίθεση με το δικό μου νιαούριζε σαν νεογέννητο γατάκι . Η Ελένη κάθεται πάντα στο διπλανό κάθισμα του σχολικού και είναι ο ερωτάς μου. Δεν της έχω μιλήσει ποτέ. Αυτή μου χαμογέλασε με νόημα σαν να ήξερε όμως. Τώρα λοιπόν ήταν η ευκαιρία να το παίξω ιππότης και να της πω όσα δεν τόλμησα ποτέ μου..
«Δώσε μου να σου κρατήσω το καλάθι», της είπα.
«Θα σου το δώσω αν μου δώσεις και εσύ το δικό σου» , μου απάντησε.. Και τότε κατάλαβα ότι με αγαπούσε κι αυτή.
«Δεν ήξερα ότι με αγαπάς», είπα με θάρρος που δεν περίμενα ποτέ ότι θα έχω.
«Μα σε σκέφτομαι συνεχεία.», απάντησε. « Σε βλέπω στο σχολικό που κάθεσαι δίπλα μου, αλλά ούτε και εγώ είχα το θάρρος να σου μιλήσω.»
«Θες να με φιλήσεις στο στόμα, όπως η μαμά τον μπαμπά;»
«Θέλω…»

Και τότε….

«Άντε, τεμπέλη! Σήκω!» είπε η μαμά μου σπρώχνοντας με δύναμη τις κουρτίνες ρίχνοντας πάνω μου το φως, ξυπνώντας με από το όνειρο. «Σήμερα είναι του Άγιου Πνεύματος!»

…Την μισώ αυτή τη γαμημένη μέρα, την μισώ!

10.3.08

Στην Καθαρά Δευτεράτζα

Το τασάκι στο κεφάλι το έφαγα από τον μπαμπά όταν τον ρώτησα τι θα γίνει αν η Καθαρή Δευτέρα τύχει να πέσει Τρίτη. Το τηλεκοντρόλ το έφαγα όταν τον ρώτησα αν αποδεικνύει ότι οι άλλες μέρες του χρόνου είναι μέσα στην μπίχλα. Αλλά το τεύχος του Status εκτοξεύτηκε μόνο όταν ρώτησα πώς μπορεί να είναι καθαρή μια Δευτέρα όταν οι σκουπιδιάρηδες κάνουν απεργία.

Πήραμε το Σκόντα για Νέα Μάκρη, με μια στάση στο σπίτι της γιαγιάς (όχι αυτή που τα κακάρωσε στο πρώτο επεισόδιο, έχουμε και καβάτζα γιαγιά) η οποία πάλι το είχε σκάσει λόγω μπαντβάϊζερ. Τελικά την βρήκαμε στην ουρά των λεωφορείων να περιμένει να ψηφίσει. Από ένα περίπτερο αγοράσαμε το Λοιπόν, το Σόρρυ, το Βέρι Σόρρυ τα Νέα Του Επενδυτή, Την Εσπρέσσο, Την Χρυσή Αυγή, Την Εφημερίδα του Αναρχικού, τσιγάρα Μάλμπορο, Κάμελ, Σιλκ Κατ και Μπλακ Ντέβιλ (για την γιαγιά). Επίσης πήραμε και τον χαρταετό που γι αυτόν υποτίθεται σταματήσαμε.

Η Νέα Μάκρη με όλες αυτές τις παραδοσιακές ταμπέλες για ψησταριές φτιαγμένες με φτώχοσοπ ήταν υπέροχη. Πόσα πολλά αυτοκίνητα ήταν διπλοπαρκαρισμένα και δεν μας αφήνανε να παρκάρουμε! Πήγαμε και κάτσαμε σε μία υπέροχη αμμουδιά από σκουπίδια και γόπες και βγάλαμε τα ταπεράκια, τις λαγάνες, και τις σάλτσες που γέμισαν άμμο. Ανοίξαμε και τον βρωμο-Ντέρτι. παρόλο που ήταν Καθαρά Δευτέρα να ακούσουμε και κανά παραδοσιακό σκυλάδικο. Βγάλαμε και τον χαρταετό που ήταν ΠΑΟ , όχι γιατί είμαστε, αλλά γιατί ο μπαμπάς θέλει για τις εκλογές να το μετατρέψει σε ΠΑΣΟΚ. Ήμουνα ευτυχισμένος γιατί βρήκα και άλλα παιδάκια με γονείς που τα βαράγανε και τα διατάζανε να κάνουν διάφορες χαμαλοδουλειές. «Πάρε αυτά να μου φέρεις τσιγάρα και πρόσεξε τώρα που θα περάσεις το δρόμο μην σε πατήσει το Τρενάκι Της Χαράς.»

Το Τρενάκι της Χαράς είναι ένα παραδοσιακό Νέο-Μακρινό τρένο από το 1998 γεμάτο με βλακοοικογένειες, που περνάει (με ρόδες παρακαλώ!) μπροστά από την παραλία έχοντας έναν αλβανό που μαζέυει τα λεφτά και έναν κατσούφη φαλακρό οδηγό που διαφημίζει με ντουντούκα ψαροταβέρνες και καφετέριες, γλύφοντας παράλληλα τους μπάτσους. «Ένα χειροκρότημα παρακαλώ για την Ελληνική Αστυνομία μας που μας φιλάει από τον Κακό τον Λύκο!» (sic) Το Τρενάκι της Χαράς από το 1998 παίζει μόνο "Τα Στρουφάκια". Ένας τοπικός αστικός θρύλος λέει, πως την μέρα που ο οδηγός θα βάλει να παίξει κάτι διαφορετικό, θα πεθάνει.

Χαρταετό τελικά όσες φορές δοκιμάσαμε να πετάξουμε είχε την ατυχία να πέφτει πάνω σε άλλους πολύ θυμωμένους που προφανώς δεν θέλανε να παίξουν μαζί μας και μας τον κλοτσούσαν ή καίγανε τους σπάγκους με το τσιγάρο τους. Και άλλα τέτοια. Τελικά σε μία από τις προσπάθειες κατέληξε πίσω από ένα χωράφι με σκύλους.

«Πάμε πίσω» είπε θυμωμένος ο μπαμπάς. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε. Πέντε λεπτά αργότερα αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε γιατί κάτι είχαμε ξεχάσει πίσω. Η γιαγιά είχε μπει ξανά στο πούλμαν με τους γιαπωνέζους.

1.2.08

Λαϊκό προσκύνημα


Εγώ βαριόμουνα να πάω. Προτιμούσα χίλιες φορές να σκοτώνω ιρακινούς τρομοκράτες στο κομπιούτερ από το να πάω να δω ένα ήδη πεθαμένο.

Φοβήθηκα όμως να πω κάτι στον μπαμπά και στην μαμά μου να μην φάω φάπα. Ένα ωραίο βρήκα σε όλο αυτό το τζερτζελέ , πως την μέρα που θα τον θάψουνε θα μείνει κλειστό το σχολείο μου και έτσι θα πάω να παίξω μπάλα! Κρίμα που δεν το κάνουν αυτό σε κάθε κηδεία. Στο μεταξύ, η μαμά είχε την φαεινή ιδέα να γράψει γράμμα στον διευθυντή του σχολείου μου, ζητώντας του άδεια να για να προσκυνήσω τον πεθαμένο. Δυστυχώς εκείνος εκτός από μεγάλος μαλάκας , είναι και θρήσκος.

Έτσι βρέθηκα μέσα στο ψοφόκρυο και την βροχή με την μαμά μαυροφορούσα να κρατάει ένα γιγάντιο σταυρό στο ένα χέρι (που δεν ξέρω που τον βρήκε) και την φωτογραφία του πεθαμένου (χοντρού ακόμα, πριν αρρωστήσει,) στο άλλο της, να στεκόμαστε σε μια ατέλειωτη ουρά από μαυροφορεμένες κλαίουσες γριές και γέρους που κρατούσαν από σταυρούς και καντήλια, μέχρι σουβλάκια και φιστίκια.
«Ωραία εκδρομή με έφερες μαμά!»
«Σκάσε ηλίθιο», είπε και μου έδωσε φάπα. «Ήρθαμε εδώ για να φιλήσουμε το σκήνωμα ενός μεγάλου πατέρα της Ορθοδοξίας μας.»
«Τι; Δεν είσαι καλά που θα φιλήσω εγώ, αυτό το πράγμα
«Έλα!» Με τράβηξε ξαφνικά από την ουρά.
Απομακρυνθήκαμε και χωθήκαμε λίγα μέτρα πιο μπροστά σε μία τρύπα με άλλες μαυροφορεμένες. Φυσικό ήταν να ακολουθήσει ο εξής διάλογος:
«Κυρία μου που πάτε;»
«Μην κλέβετε την ουρά!»
«Ου Κλέψεις, λέγει ο Κύριος! »
«Ασταδιάγλα μωρή που θα μου πεις που πάω! Έφερα τον γιο μου να πει το ύστατο αντίο στον Αρχιεπίσκοπο μας!»
«Κι εγώ ήρθα από την Λάρισα κυρία μου! Βρίσκομαι εδώ από τις έξι!», πετάχτηκε μία άλλη.
«Τι σε νοιάζει εσένα μωρή βλάχω; Εσύ είσαι μπροστά από μένα!»
«Ιιιιιιιιιιιιιιιιι…..Ντρέπομαι για την ανατροφή που δίνετε στον γιο σας!»
«Καλέ ο Μητσοτάκης, δεν είναι αυτός εκεί;»
Η τελευταία έσπασε τον εποικοδομητικό διάλογο, προσφέροντας νέα εστία κουτσομπολιών. Στεκόταν εκεί κορδωμένος και γελαστός να μιλά στους δημοσιογράφους.
«Πωπώωωωωω! Παλικάρι! Είδες πώς κρατάει ο γέρος;»
«Θα μας θάψει όλους ο γρουσούζης! Να το θυμηθείτε!»
«Βαριέμαι» είπα
«Βαριέσαι;» Φάπα! «Δεν βαριόμαστε όταν πενθούμε έναν μεγάλο ηγέτη, κωλόπαιδο!».

Πρέπει όλοι να βαριόντουσαν εκεί πέρα αλλά δεν θέλανε να το παραδεχτούνε. Μαζεύτηκαν εκεί λόγω κάποιας ηλίθιας υποχρέωσης σαν τον μπαμπά μου πρέπει να ξημεροβραδιαστεί στην εφορία για την σύνταξη του. Και τι κοινοτυπίες ήταν αυτές που αμολάγανε; «Ήταν άξιος» κλπ. Εκτός από μερικά ανέκδοτα, που τα έλεγε και χάλια, τι έκανε για να κερδίσει όλο αυτό το προσκύνημα; Άσε που μόλις πλησιάζανε τα τηλεοπτικά συνεργεία υπήρχε ανταγωνιστικός διαγωνισμός για το ποια γριά θα κλάψει καλύτερα ώστε να τη δείξει το βράδυ ο Alpha!
«Μαμά, αν τον αγαπούσαν τόσο όσο δείχνουνε τώρα, γιατί δεν πήγαν να τον δουν όσο ακόμα ζούσε;»
«Άσε τις εξυπνάδες και τράβα να που πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα.». Μου έδωσε ένα τσαλακωμένο δεκάευρω και με άφησε.

Αρχικά είχα όντως σκοπό να της πάρω τσιγάρα, αλλά όπως απομακρύνθηκα και τους είδα να στέκονται στην βροχή, τους σιχάθηκα περισσότερο από τον πεθαμένο. Έπρεπε να παίξουν το θέατρο τους, να κάνουν ότι κλαίνε για το χαμό του χοντρού, να κρατάνε όλα αυτά τα σύμβολα τα κεριά και τις φωτογραφίες, λες και δεν περιμένανε πώς με μία τέτοια αρρώστια ήταν γραφτό του να πεθάνει, ακόμα και αυτός που υποτίθεται τα έχει κάνει πλακάκια με το Θεό του. Πήρα ένα πακέτο τσιγάρα για τον εαυτό μου, μερικές σοκολάτες, ένα κουτί καπότες (να τις φουσκώσω αύριο στην τάξη) και γύρισα σπίτι με ταξί. Στην επιστροφή σκέφτηκα και μια καλή δικαιολογία για τον μπαμπά μου.

24.12.07

ΠΕΡΙΓΡΑΨΤΕ ΜΕ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ

Στην αρχαία έρημο της Νεβάδα, τρέχει ένα κάμελ τρόφι 4Χ4 με την Μαρίκα που είναι πάλι έγκυος και τον καθόλου φερέγγυο άντρα της, τον Σίφη.
«Έπρεπε να την είχαμε κλείσει ένα μήνα πριν.» του γκρινιάζει.«Εσύ και η επιμονή σου! Θέλω φάτνη! Θέλω φάτνη! Μπορείς να μου πεις κάθε Χριστούγεννα τι σε πιάνει και θες να γεννήσεις σε φάτνη;»
«Έτσι! Μου αρέσει το ρουστίκ! Ξύλο, άχυρα, γίδια, κοπριές… Λογαριασμό θα σου δώσω;»
«Κοίτα καλύτερα στο γιορτινό τεύχος του ΒΗΘΛΕΕΜΟΡΑΜΑΤΟΣ, την στήλη με τις «φάτνες του μήνα» και δες τι υπάρχει!»
«Α! Αυτόν τον ξέρω! Άκου: ΞΕΚΟΥΡΑΣΟΥ ΣΑΝ ΤΟΝ ΒΟΥΔΑ, ΜΕΣ΄ ΤΗΝ ΦΑΤΝΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ. Διεύθυνση: Τρίτος αμμόλοφος δεξιά, κάτω από το Υπέρλαμπρο Άστρο.»

Όταν στην Φάτνη του Ιούδα η Μαριλίζα έχει πλέον γεννήσει, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα καθώς ο Ιώβ κοιτάζει καχύποπτα τα δίδυμα .
«Είναι μαύρα!», της λέει.
«Και είναι κορίτσια», του απαντάει. «Θα μπερδέψουνε πολύ τους θεολόγους.»
«Αυτό σε ενοχλεί μωρή; Όχι ότι τα παιδιά σου είναι μαύρα και εγώ άσπρος σαν την Χιονάτη;»
«Δεν κατάλαβα; Γίναμε ρατσιστές ξαφνικά;»
«Μην αλλάζεις κουβέντα ! Ξέρεις τι εννοώ! Πρόσεξα την οικειότητα που έχεις με τον Ιούδα που «κατά σύμπτωση» είναι μαύρος! Δεν καταλαβαίνω νομίζεις τι σημαίνουν αυτά;»


«Γαμώ την Παναγία σου, Ιωσήφ!», τον διέκοψε ο Ιούδας που έφερε ένα καθαρό κομμάτι σανό. «Δεν διάβασες την ταμπέλα; Γράφει ξεκάθαρα: ΟΧΙ ΓΑΤΙΑ, ΟΧΙ ΣΚΥΛΙΑ, ΟΧΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥΣ!»
«Ρε, δε πα να κρεμαστείς από καμία συκιά; Ισκαριώτη! Ε, Ισκαριώτη!»


«Έχετε επισκέψεις!», είπε η Μαρθαβούρτση, για να αλλάξει κουβέντα. «Τα Τρία Γουρουνάκια με τα Δώρα.»
Στην πόρτα στέκονται πραγματικά, τα Τρία Γουρουνάκια.
«Παραγγέλνετε το φαΐ σας απ’ έξω τώρα;» είπε ο Ιούδας. «Ποιος παράγγελλε χοιρινό;»
«Να λείπουν σας παρακαλώ οι κρετοφαγικές ειρωνείες!», είπε το μεσαίο ζαμπόν. «Και δεν είμαστε Τα Τρία Γουρουνάκια με τα Δώρα, αλλά τα Τρία Γουρουνάκια ντυμένα Μάγοι με τα Δώρα που επιστρέφουνε από πάρτι μασκέ και χαθήκανε στην έρημο.»
«Είδαμε Υπέρλαμπρο Άστρο και μπήκαμε.»
«Πάει χάλασε και αυτός ο μύθος!» είπε ο Ιωνάς.
«Έλα ηρέμησε!» του είπε η Μπαρμπαρέλα. «Πόσο στραβά μπορεί να πάει ακόμα;»
Εκείνη την ώρα πετάγεται μέσα στο παράθυρο της φάτνης, μια βόμβα δακρυγόνου που σκάει ανάμεσα στα δίδυμα με αποτέλεσμα να τα σκοτώσει από ασφυξία. Μέσα στο καπνό και τον πανικό, μασκοφόροι κομάντος ντυμένοι στα μαύρα μπουκάρουν από παντού και γαζώνουν με πολυβόλα όλους τους θαμώνες της φάτνης.
«Δεν αφήνουμε μάρτυρες και δεν αφήνουμε αιχμαλώτους!», ακούγεται από το ασύρματο ο αξιωματικός της ομάδας εξόντωσης. «Σκοτώστε και τον Ιούδα και μετά κάψτε τα πάντα! Αυτή είναι και η άμεση εντολή του βασιλιά Ξέρξη!»

ΤΕΛΟΣ!

28.10.07

ΟΧΙά να σε φάει!

Σήμερα που είναι Εθνική Επέτειος, μας είχε πει η δασκάλα πως οφείλουμε να ήμαστε υπερήφανοι που ήμαστε Έλληνες και όχι Αλβανοί που δεν έχουν να φορέσουν ένα σώβρακο, και για αυτό τα κλέβουν .
Αλλά προχθές που μας έβαλε θέμα στην έκθεση ιδεών να γράψουμε για το ηρωικό,

των Ελλήνων σε μια εποχή δηλαδή που δεν υπήρχαν τα εμπιθρί ούτε καν ντιβιντί, εγώ έγραψα πως το ΟΧΙ που είπε ο Μεταξάς, ο προ-προ-προ-πάππους του Μεταξόπουλου του Φέϊμ Στόρυ δηλαδή αλλά στο πιο «κρυφή», προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους μαφιόζους ιταλούς του Αλπατσίνι και τις Νονές της Νύχτας επειδή μάλλον δεν την περίμεναν ποτέ από τον κοντόχοντρο γυαλάκια διχτάκτορα της Ελλάδας. Γιατί όπως είπα και στην τάξη, δε θυμάμαι πότε να έχουμε πει όχι, σε κάνα μαλακά γενικότερα, και πως το μόνο «όχι» που θυμάμαι είναι το

ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΟΧΙ ΠΛΑΣΤΙΚΑ, ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΑΚΤΕΣ

Μετά απ αυτό, η τάξη γέλασε τόσο, που ο πισινός μου άρχισε να κλάνει στον πισινό του με τον πισινό του! Παραλίγο από τα γέλια να ξεράσουμε τις χαλασμένες τυρόπιτες που φάγαμε στο διάλειμμα παραλίγο ακόμα κι ο Άκης Ψωλάκης , το καρφί της τάξης, να φτύσει το δόντι που είχε καταπιεί με την σοκολάτα κάτι που τον είχε κάνει διάσημο στη Εσπρέσσο.

Όλοι γελάσαμε εκτός από τη δασκάλα που μου’ δώσε ένα μπάτσο όλο δικό μου. Αλλά μόνο σκέτος μπάτσος δεν ήταν. Περισσότερο Διοικητής Αστυνομίας , σαν αυτόν στην Ομόνοια. Και να που βρέθηκα με αποβολή μία μέρα για αυθάδεια και προσβολή εθνικής ασυνειδήσεως…

…Από τότε έχω χεσμένους εσάς και κάθε έκθεση ιδεών σας…

και αεί σιχτίρ σε όλες τις δασκάλες και τους δασκάλους!

27.9.07

Ο μικρός Τσογλάνης στο γάμο.

Του Quino

Τον προηγούμενο μήνα η μαμά βρήκε μία πρόσκληση:

«Ο Γιάννης και η Μαρία σας προσκαλούν στον γάμο τους που θα τελεστεί στις 3 Σεπτεμβρίου 2007 στις 7 το απόγεμα στην εκκλησία του Αγίου Πουτσανήμερα (δεν είμαι σίγουρος ακόμα για το όνομα, θα ζητήσω από την μαμά να μου ξαναδείξει την πρόσκληση) ενώ θα ακολουθήσει δεξίωση στο κλαμπ «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ»
Υ.Γ. Το κουστούμι και η τουαλέτα δεν είναι απαραίτητα. Τα δώρα γάμου, είναι!»

Ο κόσμος είχε φορέσει τα καλά τους αλλά η μαμά δεν με άφησε να φορέσω την μπλούζα «FUCK EVERYBODY» έτσι έπρεπε να αρκεστώ σε ένα μονότονο άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Και επειδή ξέρω πόσο εύκολα σου πιάσουν την κουβέντα όλοι αυτοί οι συγγενείς που μοιάζανε να έχουνε βγει από μπανιέρα φορμόλης, σκέφτηκα να μην κρατάω το βλέμμα μου πάνω τους παραπάνω από δευτερόλεπτο. Απλώς ρουφούσα την κοκακόλα και έκανα τις μπουρμπουλήθρες μου.
«Πέτα την κόκακόλα σου», είπε η μαμά.
«Σβήσε το τσιγάρο σου», της απάντησα.
«Πέτα την κοκακόλα σου, ΤΩΡΑ!»
Ούτε εγώ πέταξα την κοκακόλα πάντως ούτε η μαμά το έσβησε το τσιγάρο. Γιατί με το που έσκασε το ζεύγος, άρχισε από ένα φοβερό χειροκρότημα.
«Τους χειροκροτούνε για το πώς κατάφεραν να παντρευτούνε δύο άνθρωποι που δεν έχουνε τίποτα κοινό μεταξύ τους;» ρώτησα τον μπαμπά μου που μου έριξε το πρώτο σκαμπίλι της ιστορίας.
«Σκάσε κωλόπαιδο! χειροκροτούνε γιατί είναι ευχαριστημένοι!»
«Εσύ με την μαμά, είστε;»
«Χειροκρότα αν δεν θες να φας και άλλο σκαμπίλι!»

Μέσα στην εκκλησία, έκανε τόσο μεγάλη ζέστη που κανείς δεν μπήκε παρά μόνο για λίγα λεπτά ίσα να δηλώσει την παρουσία του. Το ζευγάρι είχε και αυτό σκάσει από την ζέστα εκεί μέσα , αλλά ο τραγόπαπας παρόλο που το κούτελο του ήταν κατακόκκινο, καταϊδρωμένο και με αραιή τριχοφυΐα, αρνιόταν να τελέσει έξω στον κηπάκο το “μυστήριο” όπως το λένε αυτοί που ξέρουν. Μυστήριος πραγματικά.
Μετά άρχισε να μουρμουράει όπως η σφήκα γύρω απ΄ το κρέας ένα μπερδεμένο επαναλαμβανόμενο μουρμουρητό με δούλους, που μόνο αυτός καταλάβαινε, ξανά και ξανά και ξανά. Τόσες φορές πια, που νόμιζα πώς είχε «κρεμάσει» το σύστημα του!
Όταν «ξεκρέμασε» τελικά, άρχισε να ζητάει παράφωνα και τραγουδιστά σε κάποιον Ησαΐα να χορέψει. Αλλά μίας και δεν υπήρχε κανείς Ησαΐας, οι μόνοι που βρέθηκαν να χοροπηδάν σαν συγκαμένοι χιμπατζήδες ήταν ο γαμπρός και η νύφη. Εγώ στο μεταξύ, κρατούσα το τέμπο με τις μπουρμπουλήθρες, ο παπάς σκότωνε κάποιον ύμνο και οι υπόλοιποι της συμμορίας του με τα εμπρηστικά κεριά στα χέρια , μοιάζανε να έχουνε πάρει σοβαρά το τσίρκο γύρω τους.
Οι θεατές φαίνεται είχαν απογοητευτεί τόσο πολύ από το χορευτικό τους νούμερο που βγαίνοντας από την εκκλησία, τους αποδοκιμάζανε πετώντας τους ότι έβρισκαν μπροστά τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ρύζι.
Και εγώ που είχα τελειώσει πια την κοκακόλα μου την πέταξα, κράτησα όμως το καλαμάκι που με αυτό σαν φυσοκάλαμο πετούσα κόκκους ρυζιού μία στο μάτι του γαμπρού και μία στο ντεκολτέ της νύφης. Πολύ πλάκα!

«Θα σοβαρευτείς καμία φορά ή…….» σήκωσε το χέρι του ο μπαμπάς για φάσκελο. Κόκκοι ρυζιού είχαν μείνει κολλημένοι από ιδρώτα πάνω στην μούντζα του. Αλλά ευτυχώς δεν τους έφαγα.
«Πάμε», είπε.
«Πού;» ,του απάντησα.
«Στην δεξίωση. Και κοίτα να είσαι φρόνιμος!»
...

Και εδώ τελειώνει κυρία η έκθεση μου, γιατί το κουδούνι χτύπησε και πρέπει να δείρω τον πισινό μου γιατί τόση ώρα μου ψιθυρίζει και με λέει μουνί. Αν θέλετε πάντως να μάθετε τι έγινε μετά στην δεξίωση την επόμενη φορά βάλτε μας ελεύθερο θέμα έκθεσης και αφήστε τις βλακείες θέματα, στυλ «Ο γάμος είναι μία σημαντική στιγμή στην ζωή δύο ανθρώπων γιατί τους φέρνει αντιμέτωπους με ένα από τα ποιο ωραία μυστήρια του Θεού, γράψτε την άποψη σας »!

10.4.07

Τι ωραία που περάσαμε το Πάσχα

Εγώ, η μαμά, ο μπαμπάς, ή γιαγιά περάσαμε ένα υπέροχο Πάσχα στο χωριό. Αρχικά, ξεκινήσαμε από το σπίτι μας με το αυτοκίνητο Μεγάλη Πέμπτη. Ο μπαμπάς γκρίνιαζε για την κίνηση, η μαμά του είπε να προσέχει και εγώ ήθελα τσίσια μου. Το χωριό που βρίσκεται λίγο πιο έξω από την Αθήνα λέγεται Νέα Μάκρη και είναι ένα υπέροχο μέρος με παραδοσιακά Φλοκαφέ, Βασιλόπουλους , Γκούντις, Αλβανούς και την γιαγιά.

Η γιαγιά, που είχε φτιάξει κάτι σκληρά κουλουράκια και ένα ξερό βαμμένο τσουρέκι γύρω από το αυγό, είχε ανοίξει την τηλεόραση και έβλεπε ένα ντοκιμαντέρ γιά την σταύρωση που κάνουν κάθε χρόνο οι Εβραίοι όπως μου είπε., και πως αυτός στην τηλεόραση είναι ο αληθινός Ιησούς Χριστός. Λίγο αργότερα έκανε τον σταυρό της και φίλησε την οθόνη.

Όταν επιτέλους τελείωσε το ντοκιμαντέρ και η γιαγιά ξεράθηκε για ύπνο, καθίσαμε να δούμε λίγο διαφημίσεις πριν το εορταστικό πρόγραμμα του Σταρ, με συνηθισμένους καλεσμένους έκπληξη, χορό, τραγούδια, και κωμικές βαρετές επαναλήψεις. Στις διαφημίσεις είδα μία ωραία λαμπάδα «300», του Λεωνίδα με σπαθί για να κόβει τα κεφάλια των Περσών και απαίτησα από την μαμά μου να μου τον πάρει μαζί με τους άλλους 300. Είπε ότι και μόνο με μία λαμπάδα «300», του Λεωνίδα, στην Ανάσταση αρκεί για να δείξω την πίστη μου για μήνυμα Αγάπης και Ειρήνης του Χριστού προς τους ανθρώπους. Τελικά μου πήρε μία μαλακία με έναν Σφουγγαράκη που δεν ήταν καν ο Μπόμπ.

Την Μεγάλη Παρασκευή έβρεχε όλη την μέρα. Η μαμά μου είπε ότι αυτό σημαίνει ότι ο κλαίει ο Θεός για το Υιό του και πως θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Της είπα ότι εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου άσχημα, στο κάτω κάτω χαζομάρα Του, γιατί πρώτον Θεός είναι και μπορεί να ξανακάνει όσους γιους γουστάρει, δεύτερον αφού του έχει δώσει σούπερ-πάουερ δυνάμεις, θα αναστηθεί έτσι κι αλλιώς. Την ρώτησα ακόμα πώς είναι δυνατόν οι Ρωμαίοι να μην έχουν χαμπαριάσει πόσο μάταιο είναι να τον σταυρώνουν κάθε Πάσχα, αλλά δεν με άκουσε. Ο ήχος από τα σκαμπίλια της, κάλυπτε την φωνή μου.

Στο μπαμπά και στην μαμά , αρέσει ο Επιτάφιος, αφού το αγαπημένο τους παιχνίδι είναι να στέκονται έξω από τον όχλο την δημοτική μπάντα και τα στρατά που ακολουθεί το κιβούρι και να σχολιάζουνε ποίος δεν έχει έχει έρθει φέτος, άρα έχει πεθάνει, ποίος χώρισε ποίος πάχυνε, ποίος κουνάει την αχλαδιά, τι ρούχα είναι αυτά που φοράει, κλπ.
Εγώ πάλι πρέπει να προσέχω την γιαγιά δίπλα μου, αφού κοιμάται όρθια την ώρα που ακολουθεί το κιβούρι και υπάρχει κίνδυνος να βάλει φωτιά με το κερί της. Όταν την ρώτησα γιατί αυτό το κερί, έχει τόσο απαίσιο χρώμα, μου απάντησε ότι είναι κερί που βγάζουν οι παπάδες. Μπλιάξ! Μου φαίνεται πολύ αηδιαστικό αυτό που κάνουν οι σιχασιάρηδες με το κερί των αυτιών τους!

Δεν πρόλαβαν όμως να τον θάψουν και αναστήθηκε! Τσακ-Μπάμ! Το Μεγάλο Σάββατο αυτό. Η βλακεία ήταν το έκανε βράδυ και έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τα μεσάνυχτα αναγκαστικά λυπημένοι, τρώγοντας διαφορές αηδίες που δεν είναι αηδίες, είναι νηστίσιμα λέει η μαμά . Κατάλαβα ότι πρέπει να υποφέρουμε και εμείς όπως ο Ιησούς μέσα στο κιβούρι του , αλλά αφού είμαστε καλοπερασάκηδες, ο μόνος τρόπος είναι τα φριχτά φαγητά που κανονικά σε άλλες μέρες δεν θα τρώγαμε. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν είχε γεννηθεί τότε ο κύριος Κοκακόλας , άρα μπόρεσα να την βγάλω όλη μέρα με κάτι πραγματικά θρεπτικό. Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.

Στην Ανάσταση είχε την μεγάλη πλάκα. Ακούγαμε τον τραγόπαπα να τραγουδάει σοβαρός ένα χιτάκι, μεγάλη επιτυχία όταν βγήκε τότε, αλλά τώρα δεν το παίζει ούτε το ντέρτυ. Ήταν και ελαφρώς παράφωνος. Περιμέναμε μαζί με άλλους μποτιλιαρισμένοι μέσα στο αυτοκίνητο μας, εφόσον έξω έκανε «ψωλόκρυο», όπως είπε ο μπαμπάς που δεν είχε έτσι και αλλιώς καμία διάθεση να μιλήσει με τον γείτονα της γιαγιάς ενώ εγώ κρατούσα μία λαμπάδα με τον τον «Άκη, τον Κρητικό Σφουγγαράκη» (ένα σφουγγαράκι πιάτων με ζωγραφισμένα μάτια , στόμα και 4 οδοντογλυφίδες για τα πόδια και τα χέρια, δεμένο σε μία πράσινη σπασμένη λαμπάδα ). Η γιαγιά στο διπλανό κάθισμα, βρώμαγε και χτυπούσε τις μασέλες με την γλώσσα της. Στο ενδιάμεσο σταυροκοπιόταν.

Όταν σε κάποια φάση, τα « αλληλούια» του τραγόπαπα, οι καμπάνες και οι στρακαστρούκες το χέσανε στα μπουμπουνητά, ο μπαμπάς με έβγαλε από το αυτοκίνητο να φέρω το Άγιο Φως, πράγμα που δεν είχα καμία όρεξη να κάνω μέσα στο «ψωλόκρυο». Το σκαμπίλι της μαμάς, οι φωνές του μπαμπά, που με ρωτούσε ποίος αλήτης μου μαθαίνει τέτοιες λέξεις, αλλά κυρίως η υπόσχεση ότι μετά θα μπορώ να φάω όσες σοκολάτες θέλω, ήταν αυτά που με έκαναν να αναλάβω την αποστολή.

Πήγαινα σε διάφορους αντιπαθείς Νεομακρινούς, προσπαθώντας να ανάψω την σπασμένη λαμπάδα με την φλόγα τους που μου έσβηνε συνεχώς, έτσι αναγκαζόμουν να απαντάω στις ανακρίσεις τους μέχρι να αρπάξει αυτή η βλακεία:

«Ποιανού είσαι εσύ;»
«Της Μαρίκας και του Μηνά.»
«Ποίου Μηνά;»
«Που σού’ κανε τον κώλο, να!»


Νόμιζα ότι θα εκτιμούσαν το αστείο μου, αντί γι αυτό μου λέγανε πως αφού είμαι τόσο κωλόπαιδο δεν θα πάρω φέτος το Άγιο Φως. Χέστηκα, τους απαντούσα. Όμως βιαζόμουν για τις σοκολάτες.

Στην τσέπη μου είχα ακόμα εκείνον τον αναπτήρα με τον οποίον έσκαγα δυναμιτάκια στα μαντρωμένα σκυλιά κάνοντας τα να γαβγίζουν τα μεσημέρια, και πλησιάζοντας προς το Λάντα του μπαμπά, άναψα τον Άκη τον Σφουγγαράκη. Η μαμά είπε ότι είμαι ένα χρυσό παιδί, ο μπαμπάς μου πάντα καχύποπτος με ρώτησε αν ήταν όντως το Άγιο Φως και όχι κάποια απομίμηση του , και η γιαγιά μου βρωμούσε διπλάσια γιατί από τα βεγγαλικά είχε χεστεί πάνω της.

Την Κυριακή του Πάσχα ψήσαμε το αρνί που όλες τις προηγούμενες ημέρες το έβλεπα να μου βγάζει έξω την μωβ γλώσσα του όταν άνοιγα το ψυγείο. Στην αρχή το φοβόμουνα αλλά μετά συμπάθησα την προσπάθεια του να μας δείξει ότι δεν τον νοιάζει που είναι σφαγμένο, έτσι τον ονόμασα Χάνιμπαλ.

Μόλις τον βάλαμε από την σούβλα στην πιατέλα , η γιαγιά πήρε να δοκιμάσει λίγο από τα πλευρά του στο πιάτο της. «Χριστός Ανέστη» είπε σηκώνοντας το πλαστικό ποτήρι κρασί, αλλά πριν ακούσει την απάντηση έπεσε νεκρή πάνω στο τζατζίκι. Ενα κομμάτι του Χάνιμπαλ της είχε καθίσει το λαιμό.


Frank Zappa We're Turning Again Live