Το όνειρο του Μικρού Τσογλάνη
«Άντε, τεμπέλη! Σήκω! Σήμερα είναι του Άγιου Πνεύματος», είπε η μαμά μου που σήμερα ήταν ποιο αδύνατη από χτες. Ίσως και τα μαλλιά της να είχανε διαφορετικό χρώμα. Το ίδιο λεπτό, μια έκρηξη που προκλήθηκε στο εργοστάσιο σοκολατοβιομηχανίας από τρομοκράτες αντιστασιακούς κατά της σοκολάτας , εκσφενδόνισε ένα δίσκο σερβιρίσματος με μπισκότα και γάλα κακάο που προσγειώθηκε στο κρεβάτι μου από το παράθυρο
«Μα, σήμερα είναι αργία, μαμά» είπα βουτώντας τα μπισκότα στην σοκολάτα. «Δεν χρειάζεται να πάω στο σχολείο.»
«Δεν χρειάζεται να πάς σχολείο, όχι γιατί είναι αργία, αλλά γιατί το μυαλό και το πνεύμα σου πρέπει να παραδοθεί και να εξεταστεί από την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών. Καταλαβαίνεις πως δεν μπορεί να είναι απασχολημένο σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Εγώ και ο μπαμπάς σου τα παραδώσαμε ήδη από πολύ πρωί και θα κάτσουμε σπίτι να περιμένουμε μέχρι να μας τα επιστρέψουν. Σήκω λοιπόν. Στο τραπέζι της κουζίνας έχω ήδη έτοιμο το κλουβί που θα το μεταφέρεις.»
Η μαμά μου, πήρε μαζί της τον δίσκο με τα μπισκότα για να το παραδώσει στις Αρχές επειδή μπορεί να είχε πάνω του δακτυλικά αποτυπώματα από τους τρομοκράτες και εγώ σηκώθηκα απρόθυμα από το κρεβάτι μου. Βλέπετε, αν δεν το παραδώσω σήμερα στην Ιερά Μητρόπολη, ο Θεός θα θυμώσει μαζί μου και το καλοκαίρι θα τελειώσει τόσο σύντομα που δεν θα μπορέσω να κάνω τα μπάνια μου. Φοβερό τι μπορείς να πάθεις στα καλά καθούμενα.
Στην κουζίνα βρήκα τον μπαμπά μου να διαβάζει την Εσπρέσσο και δεν του βρήκα μεγάλη διαφορά από τις άλλες φορές που είχε το μυαλό του μέσα στο κεφάλι. Στο τραπέζι πάνω ήτανε ακουμπισμένο το κλουβί από κοτετσόσυρμα. Μέσα του, η μαμά είχε βάλει ήδη λίγο μπαμπάκι και εφημερίδες. Έβαλα το δάχτυλο στο αυτί μου, και πάτησα το διακοπτάκι που ξεκλείδωνε το κεφάλι μου. Εκείνο άνοιξε σαν μπαουλάκι φανερώνοντας το μυαλό μου. Το σήκωσα με τα δύο μου χέρια να το μεταφέρω, αλλά γλιστρούσε διαολεμένα.
«Πρόσεχε!», μου φώναξε ο μπαμπάς μου. «Μην σου πέσει κακομοίρη μου και χυθούν όλα από κει μέσα. Τόσα χρόνια προσπαθούμε να σου βάλουμε εκεί ότι ξέρεις!»
Κουνιόταν και σάλευε σαν ψάρι Παρόλα αυτά, .κατάφερα να κλείσω καλά μέσα στο κλουβί. Εκείνη τη στιγμή η μαμά, μπαίνει στην κουζίνα μαζί με έναν αστυνομικό που έμοιαζε στον Λαζόπουλο, ο οποίος ήρθε να εξετάσει τον δίσκο με τα μπισκότα.
«Μην κάνείς λάθος» μου είπε. «Δεν θα το πας εσύ μέχρι την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών. Θα το παραδώσεις στην εκκλησία στην οποία είσαι εγγεγραμμένος και αυτοί μετά θα το μεταφέρουν εκεί πού πρέπει. Θυμάσαι να πας;»
«Θυμάμαι.»
Επειδή η εκκλησία ήτανε ακριβώς πίσω από το σπίτι μας πήγα τελικά με τα πόδια. Έκανε όμως τόση ζέστη που για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως το μυαλό μου ξεραθεί , ή λιώσει όπως οι τσούχτρες. Ίσως θα έπρεπε να βάλω μέσα μερικά παγάκια να το διατηρήσουν , αλλά δυστυχώς δεν είχα πια το μυαλό μου μέσα στο κεφάλι ώστε να το σκεφτώ. Βρήκα πολύ κόσμο συγκεντρωμένο εκεί που παρέδιδε τα μυαλά του σε διάφορους μουτρωμένους παπάδες που ψέλνανε και τα στοιβάζανε άρον άρον όπως τις βαλίτσες στα αεροπλάνα κάτω από μια Εικόνα περιτριγυρισμένη από κεριά , χρυσαφικά και καντήλια, που απεικόνιζε ένα εγκέφαλο με χρυσό φωτοστέφανο. Αυτό ήταν και το Άγιο Πνεύμα.
Συνάντησα και την Ελένη που κρατούσε και αυτή ένα ροζ καλαθάκι με το μυαλό της, το οποίο σε αντίθεση με το δικό μου νιαούριζε σαν νεογέννητο γατάκι . Η Ελένη κάθεται πάντα στο διπλανό κάθισμα του σχολικού και είναι ο ερωτάς μου. Δεν της έχω μιλήσει ποτέ. Αυτή μου χαμογέλασε με νόημα σαν να ήξερε όμως. Τώρα λοιπόν ήταν η ευκαιρία να το παίξω ιππότης και να της πω όσα δεν τόλμησα ποτέ μου..
«Δώσε μου να σου κρατήσω το καλάθι», της είπα.
«Θα σου το δώσω αν μου δώσεις και εσύ το δικό σου» , μου απάντησε.. Και τότε κατάλαβα ότι με αγαπούσε κι αυτή.
«Δεν ήξερα ότι με αγαπάς», είπα με θάρρος που δεν περίμενα ποτέ ότι θα έχω.
«Μα σε σκέφτομαι συνεχεία.», απάντησε. « Σε βλέπω στο σχολικό που κάθεσαι δίπλα μου, αλλά ούτε και εγώ είχα το θάρρος να σου μιλήσω.»
«Θες να με φιλήσεις στο στόμα, όπως η μαμά τον μπαμπά;»
«Θέλω…»
«Μα, σήμερα είναι αργία, μαμά» είπα βουτώντας τα μπισκότα στην σοκολάτα. «Δεν χρειάζεται να πάω στο σχολείο.»
«Δεν χρειάζεται να πάς σχολείο, όχι γιατί είναι αργία, αλλά γιατί το μυαλό και το πνεύμα σου πρέπει να παραδοθεί και να εξεταστεί από την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών. Καταλαβαίνεις πως δεν μπορεί να είναι απασχολημένο σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Εγώ και ο μπαμπάς σου τα παραδώσαμε ήδη από πολύ πρωί και θα κάτσουμε σπίτι να περιμένουμε μέχρι να μας τα επιστρέψουν. Σήκω λοιπόν. Στο τραπέζι της κουζίνας έχω ήδη έτοιμο το κλουβί που θα το μεταφέρεις.»
Στην κουζίνα βρήκα τον μπαμπά μου να διαβάζει την Εσπρέσσο και δεν του βρήκα μεγάλη διαφορά από τις άλλες φορές που είχε το μυαλό του μέσα στο κεφάλι. Στο τραπέζι πάνω ήτανε ακουμπισμένο το κλουβί από κοτετσόσυρμα. Μέσα του, η μαμά είχε βάλει ήδη λίγο μπαμπάκι και εφημερίδες. Έβαλα το δάχτυλο στο αυτί μου, και πάτησα το διακοπτάκι που ξεκλείδωνε το κεφάλι μου. Εκείνο άνοιξε σαν μπαουλάκι φανερώνοντας το μυαλό μου. Το σήκωσα με τα δύο μου χέρια να το μεταφέρω, αλλά γλιστρούσε διαολεμένα.
«Πρόσεχε!», μου φώναξε ο μπαμπάς μου. «Μην σου πέσει κακομοίρη μου και χυθούν όλα από κει μέσα. Τόσα χρόνια προσπαθούμε να σου βάλουμε εκεί ότι ξέρεις!»
Κουνιόταν και σάλευε σαν ψάρι Παρόλα αυτά, .κατάφερα να κλείσω καλά μέσα στο κλουβί. Εκείνη τη στιγμή η μαμά, μπαίνει στην κουζίνα μαζί με έναν αστυνομικό που έμοιαζε στον Λαζόπουλο, ο οποίος ήρθε να εξετάσει τον δίσκο με τα μπισκότα.
«Μην κάνείς λάθος» μου είπε. «Δεν θα το πας εσύ μέχρι την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών. Θα το παραδώσεις στην εκκλησία στην οποία είσαι εγγεγραμμένος και αυτοί μετά θα το μεταφέρουν εκεί πού πρέπει. Θυμάσαι να πας;»
«Θυμάμαι.»
Επειδή η εκκλησία ήτανε ακριβώς πίσω από το σπίτι μας πήγα τελικά με τα πόδια. Έκανε όμως τόση ζέστη που για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως το μυαλό μου ξεραθεί , ή λιώσει όπως οι τσούχτρες. Ίσως θα έπρεπε να βάλω μέσα μερικά παγάκια να το διατηρήσουν , αλλά δυστυχώς δεν είχα πια το μυαλό μου μέσα στο κεφάλι ώστε να το σκεφτώ. Βρήκα πολύ κόσμο συγκεντρωμένο εκεί που παρέδιδε τα μυαλά του σε διάφορους μουτρωμένους παπάδες που ψέλνανε και τα στοιβάζανε άρον άρον όπως τις βαλίτσες στα αεροπλάνα κάτω από μια Εικόνα περιτριγυρισμένη από κεριά , χρυσαφικά και καντήλια, που απεικόνιζε ένα εγκέφαλο με χρυσό φωτοστέφανο. Αυτό ήταν και το Άγιο Πνεύμα.
Συνάντησα και την Ελένη που κρατούσε και αυτή ένα ροζ καλαθάκι με το μυαλό της, το οποίο σε αντίθεση με το δικό μου νιαούριζε σαν νεογέννητο γατάκι . Η Ελένη κάθεται πάντα στο διπλανό κάθισμα του σχολικού και είναι ο ερωτάς μου. Δεν της έχω μιλήσει ποτέ. Αυτή μου χαμογέλασε με νόημα σαν να ήξερε όμως. Τώρα λοιπόν ήταν η ευκαιρία να το παίξω ιππότης και να της πω όσα δεν τόλμησα ποτέ μου..
«Δώσε μου να σου κρατήσω το καλάθι», της είπα.
«Θα σου το δώσω αν μου δώσεις και εσύ το δικό σου» , μου απάντησε.. Και τότε κατάλαβα ότι με αγαπούσε κι αυτή.
«Δεν ήξερα ότι με αγαπάς», είπα με θάρρος που δεν περίμενα ποτέ ότι θα έχω.
«Μα σε σκέφτομαι συνεχεία.», απάντησε. « Σε βλέπω στο σχολικό που κάθεσαι δίπλα μου, αλλά ούτε και εγώ είχα το θάρρος να σου μιλήσω.»
«Θες να με φιλήσεις στο στόμα, όπως η μαμά τον μπαμπά;»
«Θέλω…»
Και τότε….
…
«Άντε, τεμπέλη! Σήκω!» είπε η μαμά μου σπρώχνοντας με δύναμη τις κουρτίνες ρίχνοντας πάνω μου το φως, ξυπνώντας με από το όνειρο. «Σήμερα είναι του Άγιου Πνεύματος!»
2 σχόλια:
pswmi, elia, kai yellow tempelia!
♫♫♫"Μη με ξυπνάς απ'τις έξι,
πριν ο ήλιος ακόμα να φέξει"♫♫♫
Δημοσίευση σχολίου