"Ρώτησα τον κύριο Βαν ποια μαθήματα πρέπει να πάρω για να γίνω συγγραφέας κωμικών επεισοδίων για την τηλεόραση. Ο κύριος Βαν είπε οτι δεν χρειάζεται κανένα προσόν, αρκεί να' σαι διανοητικά καθηστερημένος."
Σου Ταουνσεντ : Το κρυφό ημερολόγιο του Αντριαν Μολ



1.2.08

Λαϊκό προσκύνημα


Εγώ βαριόμουνα να πάω. Προτιμούσα χίλιες φορές να σκοτώνω ιρακινούς τρομοκράτες στο κομπιούτερ από το να πάω να δω ένα ήδη πεθαμένο.

Φοβήθηκα όμως να πω κάτι στον μπαμπά και στην μαμά μου να μην φάω φάπα. Ένα ωραίο βρήκα σε όλο αυτό το τζερτζελέ , πως την μέρα που θα τον θάψουνε θα μείνει κλειστό το σχολείο μου και έτσι θα πάω να παίξω μπάλα! Κρίμα που δεν το κάνουν αυτό σε κάθε κηδεία. Στο μεταξύ, η μαμά είχε την φαεινή ιδέα να γράψει γράμμα στον διευθυντή του σχολείου μου, ζητώντας του άδεια να για να προσκυνήσω τον πεθαμένο. Δυστυχώς εκείνος εκτός από μεγάλος μαλάκας , είναι και θρήσκος.

Έτσι βρέθηκα μέσα στο ψοφόκρυο και την βροχή με την μαμά μαυροφορούσα να κρατάει ένα γιγάντιο σταυρό στο ένα χέρι (που δεν ξέρω που τον βρήκε) και την φωτογραφία του πεθαμένου (χοντρού ακόμα, πριν αρρωστήσει,) στο άλλο της, να στεκόμαστε σε μια ατέλειωτη ουρά από μαυροφορεμένες κλαίουσες γριές και γέρους που κρατούσαν από σταυρούς και καντήλια, μέχρι σουβλάκια και φιστίκια.
«Ωραία εκδρομή με έφερες μαμά!»
«Σκάσε ηλίθιο», είπε και μου έδωσε φάπα. «Ήρθαμε εδώ για να φιλήσουμε το σκήνωμα ενός μεγάλου πατέρα της Ορθοδοξίας μας.»
«Τι; Δεν είσαι καλά που θα φιλήσω εγώ, αυτό το πράγμα
«Έλα!» Με τράβηξε ξαφνικά από την ουρά.
Απομακρυνθήκαμε και χωθήκαμε λίγα μέτρα πιο μπροστά σε μία τρύπα με άλλες μαυροφορεμένες. Φυσικό ήταν να ακολουθήσει ο εξής διάλογος:
«Κυρία μου που πάτε;»
«Μην κλέβετε την ουρά!»
«Ου Κλέψεις, λέγει ο Κύριος! »
«Ασταδιάγλα μωρή που θα μου πεις που πάω! Έφερα τον γιο μου να πει το ύστατο αντίο στον Αρχιεπίσκοπο μας!»
«Κι εγώ ήρθα από την Λάρισα κυρία μου! Βρίσκομαι εδώ από τις έξι!», πετάχτηκε μία άλλη.
«Τι σε νοιάζει εσένα μωρή βλάχω; Εσύ είσαι μπροστά από μένα!»
«Ιιιιιιιιιιιιιιιιι…..Ντρέπομαι για την ανατροφή που δίνετε στον γιο σας!»
«Καλέ ο Μητσοτάκης, δεν είναι αυτός εκεί;»
Η τελευταία έσπασε τον εποικοδομητικό διάλογο, προσφέροντας νέα εστία κουτσομπολιών. Στεκόταν εκεί κορδωμένος και γελαστός να μιλά στους δημοσιογράφους.
«Πωπώωωωωω! Παλικάρι! Είδες πώς κρατάει ο γέρος;»
«Θα μας θάψει όλους ο γρουσούζης! Να το θυμηθείτε!»
«Βαριέμαι» είπα
«Βαριέσαι;» Φάπα! «Δεν βαριόμαστε όταν πενθούμε έναν μεγάλο ηγέτη, κωλόπαιδο!».

Πρέπει όλοι να βαριόντουσαν εκεί πέρα αλλά δεν θέλανε να το παραδεχτούνε. Μαζεύτηκαν εκεί λόγω κάποιας ηλίθιας υποχρέωσης σαν τον μπαμπά μου πρέπει να ξημεροβραδιαστεί στην εφορία για την σύνταξη του. Και τι κοινοτυπίες ήταν αυτές που αμολάγανε; «Ήταν άξιος» κλπ. Εκτός από μερικά ανέκδοτα, που τα έλεγε και χάλια, τι έκανε για να κερδίσει όλο αυτό το προσκύνημα; Άσε που μόλις πλησιάζανε τα τηλεοπτικά συνεργεία υπήρχε ανταγωνιστικός διαγωνισμός για το ποια γριά θα κλάψει καλύτερα ώστε να τη δείξει το βράδυ ο Alpha!
«Μαμά, αν τον αγαπούσαν τόσο όσο δείχνουνε τώρα, γιατί δεν πήγαν να τον δουν όσο ακόμα ζούσε;»
«Άσε τις εξυπνάδες και τράβα να που πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα.». Μου έδωσε ένα τσαλακωμένο δεκάευρω και με άφησε.

Αρχικά είχα όντως σκοπό να της πάρω τσιγάρα, αλλά όπως απομακρύνθηκα και τους είδα να στέκονται στην βροχή, τους σιχάθηκα περισσότερο από τον πεθαμένο. Έπρεπε να παίξουν το θέατρο τους, να κάνουν ότι κλαίνε για το χαμό του χοντρού, να κρατάνε όλα αυτά τα σύμβολα τα κεριά και τις φωτογραφίες, λες και δεν περιμένανε πώς με μία τέτοια αρρώστια ήταν γραφτό του να πεθάνει, ακόμα και αυτός που υποτίθεται τα έχει κάνει πλακάκια με το Θεό του. Πήρα ένα πακέτο τσιγάρα για τον εαυτό μου, μερικές σοκολάτες, ένα κουτί καπότες (να τις φουσκώσω αύριο στην τάξη) και γύρισα σπίτι με ταξί. Στην επιστροφή σκέφτηκα και μια καλή δικαιολογία για τον μπαμπά μου.

3 σχόλια:

Unknown είπε...

με καλυψε πληρως ο τσογλανης!

Yellow Kid είπε...

Και μενα, ο πουστάκος!
Και μενα!

lo-li είπε...

χαχαχα όπως πάντα την καλύτερη δουλεια έκανε ο τσογλανάκος!(εννοείται με κάλυψε και μένα!)


Frank Zappa We're Turning Again Live