Εγώ, η μαμά, ο μπαμπάς, ή γιαγιά περάσαμε ένα υπέροχο Πάσχα στο χωριό. Αρχικά, ξεκινήσαμε από το σπίτι μας με το αυτοκίνητο Μεγάλη Πέμπτη. Ο μπαμπάς γκρίνιαζε για την κίνηση, η μαμά του είπε να προσέχει και εγώ ήθελα τσίσια μου. Το χωριό που βρίσκεται λίγο πιο έξω από την Αθήνα λέγεται Νέα Μάκρη και είναι ένα υπέροχο μέρος με παραδοσιακά Φλοκαφέ, Βασιλόπουλους , Γκούντις, Αλβανούς και την γιαγιά.
Η γιαγιά, που είχε φτιάξει κάτι σκληρά κουλουράκια και ένα ξερό βαμμένο τσουρέκι γύρω από το αυγό, είχε ανοίξει την τηλεόραση και έβλεπε ένα ντοκιμαντέρ γιά την σταύρωση που κάνουν κάθε χρόνο οι Εβραίοι όπως μου είπε., και πως αυτός στην τηλεόραση είναι ο αληθινός Ιησούς Χριστός. Λίγο αργότερα έκανε τον σταυρό της και φίλησε την οθόνη.
Όταν επιτέλους τελείωσε το ντοκιμαντέρ και η γιαγιά ξεράθηκε για ύπνο, καθίσαμε να δούμε λίγο διαφημίσεις πριν το εορταστικό πρόγραμμα του Σταρ, με συνηθισμένους καλεσμένους έκπληξη, χορό, τραγούδια, και κωμικές βαρετές επαναλήψεις. Στις διαφημίσεις είδα μία ωραία λαμπάδα «300», του Λεωνίδα με σπαθί για να κόβει τα κεφάλια των Περσών και απαίτησα από την μαμά μου να μου τον πάρει μαζί με τους άλλους 300. Είπε ότι και μόνο με μία λαμπάδα «300», του Λεωνίδα, στην Ανάσταση αρκεί για να δείξω την πίστη μου για μήνυμα Αγάπης και Ειρήνης του Χριστού προς τους ανθρώπους. Τελικά μου πήρε μία μαλακία με έναν Σφουγγαράκη που δεν ήταν καν ο Μπόμπ.
Την Μεγάλη Παρασκευή έβρεχε όλη την μέρα. Η μαμά μου είπε ότι αυτό σημαίνει ότι ο κλαίει ο Θεός για το Υιό του και πως θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Της είπα ότι εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου άσχημα, στο κάτω κάτω χαζομάρα Του, γιατί πρώτον Θεός είναι και μπορεί να ξανακάνει όσους γιους γουστάρει, δεύτερον αφού του έχει δώσει σούπερ-πάουερ δυνάμεις, θα αναστηθεί έτσι κι αλλιώς. Την ρώτησα ακόμα πώς είναι δυνατόν οι Ρωμαίοι να μην έχουν χαμπαριάσει πόσο μάταιο είναι να τον σταυρώνουν κάθε Πάσχα, αλλά δεν με άκουσε. Ο ήχος από τα σκαμπίλια της, κάλυπτε την φωνή μου.
Στο μπαμπά και στην μαμά , αρέσει ο Επιτάφιος, αφού το αγαπημένο τους παιχνίδι είναι να στέκονται έξω από τον όχλο την δημοτική μπάντα και τα στρατά που ακολουθεί το κιβούρι και να σχολιάζουνε ποίος δεν έχει έχει έρθει φέτος, άρα έχει πεθάνει, ποίος χώρισε ποίος πάχυνε, ποίος κουνάει την αχλαδιά, τι ρούχα είναι αυτά που φοράει, κλπ.
Εγώ πάλι πρέπει να προσέχω την γιαγιά δίπλα μου, αφού κοιμάται όρθια την ώρα που ακολουθεί το κιβούρι και υπάρχει κίνδυνος να βάλει φωτιά με το κερί της. Όταν την ρώτησα γιατί αυτό το κερί, έχει τόσο απαίσιο χρώμα, μου απάντησε ότι είναι κερί που βγάζουν οι παπάδες. Μπλιάξ! Μου φαίνεται πολύ αηδιαστικό αυτό που κάνουν οι σιχασιάρηδες με το κερί των αυτιών τους!
Δεν πρόλαβαν όμως να τον θάψουν και αναστήθηκε! Τσακ-Μπάμ! Το Μεγάλο Σάββατο αυτό. Η βλακεία ήταν το έκανε βράδυ και έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τα μεσάνυχτα αναγκαστικά λυπημένοι, τρώγοντας διαφορές αηδίες που δεν είναι αηδίες, είναι νηστίσιμα λέει η μαμά . Κατάλαβα ότι πρέπει να υποφέρουμε και εμείς όπως ο Ιησούς μέσα στο κιβούρι του , αλλά αφού είμαστε καλοπερασάκηδες, ο μόνος τρόπος είναι τα φριχτά φαγητά που κανονικά σε άλλες μέρες δεν θα τρώγαμε. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν είχε γεννηθεί τότε ο κύριος Κοκακόλας , άρα μπόρεσα να την βγάλω όλη μέρα με κάτι πραγματικά θρεπτικό. Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.
Στην Ανάσταση είχε την μεγάλη πλάκα. Ακούγαμε τον τραγόπαπα να τραγουδάει σοβαρός ένα χιτάκι, μεγάλη επιτυχία όταν βγήκε τότε, αλλά τώρα δεν το παίζει ούτε το ντέρτυ. Ήταν και ελαφρώς παράφωνος. Περιμέναμε μαζί με άλλους μποτιλιαρισμένοι μέσα στο αυτοκίνητο μας, εφόσον έξω έκανε «ψωλόκρυο», όπως είπε ο μπαμπάς που δεν είχε έτσι και αλλιώς καμία διάθεση να μιλήσει με τον γείτονα της γιαγιάς ενώ εγώ κρατούσα μία λαμπάδα με τον τον «Άκη, τον Κρητικό Σφουγγαράκη» (ένα σφουγγαράκι πιάτων με ζωγραφισμένα μάτια , στόμα και 4 οδοντογλυφίδες για τα πόδια και τα χέρια, δεμένο σε μία πράσινη σπασμένη λαμπάδα ). Η γιαγιά στο διπλανό κάθισμα, βρώμαγε και χτυπούσε τις μασέλες με την γλώσσα της. Στο ενδιάμεσο σταυροκοπιόταν.
Όταν σε κάποια φάση, τα « αλληλούια» του τραγόπαπα, οι καμπάνες και οι στρακαστρούκες το χέσανε στα μπουμπουνητά, ο μπαμπάς με έβγαλε από το αυτοκίνητο να φέρω το Άγιο Φως, πράγμα που δεν είχα καμία όρεξη να κάνω μέσα στο «ψωλόκρυο». Το σκαμπίλι της μαμάς, οι φωνές του μπαμπά, που με ρωτούσε ποίος αλήτης μου μαθαίνει τέτοιες λέξεις, αλλά κυρίως η υπόσχεση ότι μετά θα μπορώ να φάω όσες σοκολάτες θέλω, ήταν αυτά που με έκαναν να αναλάβω την αποστολή.
Πήγαινα σε διάφορους αντιπαθείς Νεομακρινούς, προσπαθώντας να ανάψω την σπασμένη λαμπάδα με την φλόγα τους που μου έσβηνε συνεχώς, έτσι αναγκαζόμουν να απαντάω στις ανακρίσεις τους μέχρι να αρπάξει αυτή η βλακεία:
«Ποιανού είσαι εσύ;»
«Της Μαρίκας και του Μηνά.»
«Ποίου Μηνά;»
«Που σού’ κανε τον κώλο, να!»
Νόμιζα ότι θα εκτιμούσαν το αστείο μου, αντί γι αυτό μου λέγανε πως αφού είμαι τόσο κωλόπαιδο δεν θα πάρω φέτος το Άγιο Φως. Χέστηκα, τους απαντούσα. Όμως βιαζόμουν για τις σοκολάτες.
Στην τσέπη μου είχα ακόμα εκείνον τον αναπτήρα με τον οποίον έσκαγα δυναμιτάκια στα μαντρωμένα σκυλιά κάνοντας τα να γαβγίζουν τα μεσημέρια, και πλησιάζοντας προς το Λάντα του μπαμπά, άναψα τον Άκη τον Σφουγγαράκη. Η μαμά είπε ότι είμαι ένα χρυσό παιδί, ο μπαμπάς μου πάντα καχύποπτος με ρώτησε αν ήταν όντως το Άγιο Φως και όχι κάποια απομίμηση του , και η γιαγιά μου βρωμούσε διπλάσια γιατί από τα βεγγαλικά είχε χεστεί πάνω της.
Την Κυριακή του Πάσχα ψήσαμε το αρνί που όλες τις προηγούμενες ημέρες το έβλεπα να μου βγάζει έξω την μωβ γλώσσα του όταν άνοιγα το ψυγείο. Στην αρχή το φοβόμουνα αλλά μετά συμπάθησα την προσπάθεια του να μας δείξει ότι δεν τον νοιάζει που είναι σφαγμένο, έτσι τον ονόμασα Χάνιμπαλ.
Μόλις τον βάλαμε από την σούβλα στην πιατέλα , η γιαγιά πήρε να δοκιμάσει λίγο από τα πλευρά του στο πιάτο της. «Χριστός Ανέστη» είπε σηκώνοντας το πλαστικό ποτήρι κρασί, αλλά πριν ακούσει την απάντηση έπεσε νεκρή πάνω στο τζατζίκι. Ενα κομμάτι του Χάνιμπαλ της είχε καθίσει το λαιμό.