Τα μάτια του Χίτλερ στο εξώφυλλο (Μέρος Α')
Μια συνηθισμένη μέρα ο κύριος Ε. ξύπνησε κάπως άκεφα χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί. Πιθανόν να ήταν αυτό το κομπρεσέρ που άκουγε λίγα λεπτά πριν ξυπνήσει και που ο ήχος του, του έφτιαχνε περίεργους συνειρμούς μες στο κεφάλι του. Κοίταξε το ρολόι του και βλαστήμησε που άργησε να ξυπνήσει. Τώρα θα αναγκαζόταν να φύγει στην δουλειά του με ταξί. Ένα γρήγορο μπάνιο, ξύρισμα, το καθημερινό του κουστούμι, μισό φλιτζάνι καφέ και κατέβηκε βιαστικά.
Χάρηκε που ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος και θα μπορούσε να επιταχύνει το βήμα του, χωρίς να παρακάμψει το"τυφλό" ζητιάνο με το κασετόφωνο, το πρεζάκι που τον έπιανε στο παρακαλετό εξω από τα Έβερεστ και τα αμέτρητα πειρατικά DVD και τσάντες που συνήθως ήταν απλωμένα πάνω στο πεζοδρόμιο. Όλοι αυτοί σήμερα λείπανε. Επιτέλους, σκέφτηκε, τους μάζεψαν.
Στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου για το ταξί.
"Έχετε ώρα;", τον ρώτησε η ψιλόλιγνη φιγούρα εμποδίζοντας το θαμπό φώς της ημέρας να πέσει πάνω του. Ο Ε. του την είπε.
"Έχει κρύο σήμερα", συνέχισε η φιγούρα. Φορούσε μαύρη καμπαρντίνα και καπέλο με γείσο. Τα μαύρα γυαλιά του ήταν φτιαγμένα από κάρβουνο. Ο Ε. του απάντησε καταφατικά και στην συνέχεια στράφηκε από την άλλη σηκώνοντας το χέρι του για ταξί. Εκείνο, του έκανε νόημα ότι συνεχίζει ευθεία και προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.
"Στην θέση σας πάντως θα ήμουν πιο προσεκτικός"
"Ορίστε;" Αυτή η φράση του φάνηκε τόσο καθολική, παράξενη, απότομη, αυτοματοποιημένη που τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
"Τα μαλλιά σας." ,συνέχισαν στον ίδιο νεκρό τόνο τα γυαλιά από κάρβουνο, "Είναι αντικανονικά."
"Δεν καταλαβαίνω"
"Εγώ για το καλό σας, το λέω."
"Ποιο;"
"Ήρθε το ταξί σας. Η σκέψη λογοκρίνει."
Μου έτυχε ο παλαβός, είπε από μέσα του καθώς τον παρατηρούσε να τον καρφώνει (αν τον κοίταζε) όσο τον άφηνε πίσω στο πεζοδρόμιο. Δεν ξέρει γιατί αλλά ένιωθε πια ασφαλής στο πίσω κάθισμα του ταξί. Το οποίο κράτησε λίγο μίας που το ραδιόφωνο ούρλιαζε, χωρίς παύσεις:
"...ΜΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΗΡΘΑΝ ΕΔΩ ΝΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ, ΝΑ ΜΑΣ ΛΗΣΤΕΨΟΥΝ, ΝΑ ΒΙΑΣΟΥΝ ΤΙΣ ΜΑΝΑΔΕΣ, ΝΑ ΒΙΑΣΟΥΝ ΤΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΑΣ, ΝΑ ΠΟΔΟΠΑΤΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΜΑΣ, ΝΑ ΚΑΨΟΥΝ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΜΑΣ, ΝΑ ΚΑΨΟΥΝ ΤΗΝ ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΩΝΑΖΕΙΣ; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΙΛΑΣ ΕΛΛΗΝΑ; ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ; ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ, ΑΥΤΟΙ ΣΕ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ, ΑΥΤΟΙ ΣΕ ΦΙΜΩΝΟΥΝ, ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΥ, ΨΕΥΤΕΣ, ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ, ΔΗΘΕΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ, ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ, ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ, ΜΕ ΤΑ ΨΕΥΤΟΒΙΒΛΙΑ, ΝΑΙ ΕΛΛΗΝΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ, ΦΩΝΑΞΕ, ΦΩΝΑΞΕ, ΦΩΝΑΞΕ, ΜΗΝ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΦΙΜΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΚΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ ΜΕ ΤΑ ΨΕΥΤΟΔΙΑΝΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥΣ, ΑΥΤΟΙ...."
Φανάρι.Κόκκινο. Η κραυγές στο ραδιόφωνο συνεχίζουν χωρίς ανάσα.
"Κοίτα την αδερφάρα!", του γνέφει ο ταξιτζής να κοιτάξει έξω απ το παράθυρο."Καλά του κάνουν."
έξω από φούρνο, δυο άντρες σέρνουν στο δρόμο έναν νεαρό. Του ρίχνουν κλωτσιές στην κοιλιά, στα αρχίδια, στο πρόσωπο. Εκείνος προσπαθεί να προστατευτεί κλαίγοντας. Ουρλιάζει να σταματήσουν.
"Ξέρεις, έπαιρνα καμία τυρόπιτα παλιά εδώ. Μέχρι που κατάλαβα ότι είναι πούστης.", συνεχίζει ο ταξιτζής.
Ένας τρίτος, σπάει την τζαμαρία με ένα καδρόνι.
"Ερχόμουν και με το γιο μου καμία φορά, αλλά σταμάτησα. Δεν ξέρεις τι μπορεί να βάζει μέσα στο ψωμί αυτός για να κάνει το παιδί σου πούστη."
Αφήνει το καδρόνι κάτω. Πιάνει το σπρέι, το ανακατεύει και σχηματίζει ένα ροζ τρίγωνο πάνω στην σπασμένη τζαμαρία. Οι υπόλοιποι δυο συνεχίζουν να χτυπάνε τον πεσμένο νεαρό κι ας είναι πλέον ακίνητος. Ο κόσμος περνάει. Κοιτάζει λίγο, έπειτα στρέφει αλλο το βλέμμα του και συνεχίζει.
Φανάρι.Πράσινο. Ο ταξιτζής ρίχνει ένα "μπιπ" στον μπροστινό του και ξεκινά.
"...ΦΩΝΑΞΕ ΕΛΛΗΝΑ, ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ, ΜΗΝ ΑΚΟΥΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΘΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ ΕΚΕΙΝΟΙ, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΕΣΥ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΦΙΜΩΣΟΥΝ, ΜΙΛΑ ΔΥΝΑΤΑ,ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΣ, ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΙΣ, ΑΥΤΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΑΨΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΟΥ, ΑΥΤΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΟΥΝΕ ΞΕΝΟ,ΑΥΤΟΙ..."
Και πάει λέγοντας. Ο Ε.δεν ακούει. Είναι σοκαρισμένος με αυτό που είδε και αναρωτιέται γιατί οι άλλοι δεν είναι. Το κινητό του τον ξαφνιάζει. Συνεργάτης του από το γραφείο. Ακούγεται τρομοκρατημένος.
"Που είσαι, ρε;"
"Σε ταξί. Έρχομαι.Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί. Με...με πήρε λίγο το πρωί ο ύπνος."
"Ρε μαλάκα, αυτό θα πω εγώ του αφεντικού; Ότι δεν ήρθες στον ύμνο και στην προσευχή επειδή κοιμήθηκες;"
"Τι;"
"Θες να βρω το μπελά μου με σένα; Τέλος πάντων του είπα εκεί μια δικαιολογία ότι σου έτυχε μια έκτακτη εξωτερική δουλειά, αλλά μην το παρακάνεις. Σε έχω χρεωθεί."
"Μου έχεις...μισό λεπτό...όχι...ποια προσευχή;"
"Είσαι καλά;"
"Ναι...όχι...όχι δεν ξέρω...Στάσου! Μόλις είδα ένα ξυλοδαρμό. Νομίζω είναι νεκρός.Τον σκοτώσανε...Φοβερό...τον φάγανε....Άκου, πρέπει να πάρεις την αστυνομία τηλέφωνο, ακούς; Έγινε μεταξύ...εμπρός;"
"--Η ΚΛΗΣΗ ΣΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΗ.ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ--"
"Γαμώτο..."
2 σχόλια:
"Συνεχίζεται πολύ σύντομα"; Πόσο σύντομα; Σαν το "πρέπει να είστε πιο προσεκτικός" μου ακούγεται αυτό...
:)
Aχ, επιτέλους ο επίγειος παράδεισος...
Δημοσίευση σχολίου